οὔθαρα

οὔθαρα
οὔθαρα· ἐπὶ ἀσκοῦ ὁ κατὰ τὸ οὖθαρ τόπος, οἱ δέ, περὶ ὃν στρέφεται ὁ χορός, ἢ ὁ τροχός, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ούθαρ — οὖθαρ, ατος, τὸ, πληθ. οὔθατα και οὔθαρα (Α) 1. μαστός ζώου («γάλακτος οὔθατα πιδῶσιν», Θεόκρ.) 2. το στήθος τών γυναικών μαζί με τους μαστούς («πῶς ἄτρωτον οὖθαρ ἦν ὑπὸ στύγους;», Αισχύλ.) 3. φρ. «οὖθαρ ἀρούρης» μτφ. γονιμότατη, πλουσιότατη γη 4 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”